ἐξαρνητικός

ἐξαρνητικός
ἐξαρν-ητικός, ή, όν,
A apt at denying, Ar.Nu. 1172.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εξαρνητικός — ἐξαρνητικός, ή, όν (Α) [εξάρνησις] αυτός που τού αρέσει να αρνείται, να εναντιώνεται, να φέρνει αντιρρήσεις, αντιρρητικός («νῡν μὲν γ ἰδεῑν εἰ πρῶτον ἐξαρνητικός», Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

  • ἐξαρνητικός — apt at denying masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”